- νομοκάνονας
- νομοκάνονας, ο κώδικας εκκλησιαστικών νόμων και κανόνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομοκάνονας — ο (Μ νομοκάνων, ονος και νομοκάνονος και νομοκάνονας, ό, και νομοκάνονον, τὸ) κώδικας, συλλογή νόμων και κανόνων τής εκκλησιαστικής νομοθεσίας, πρακτικών τών συνόδων και πολιτικών νόμων που αφορούν την Εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κανών, όνος] … Dictionary of Greek
νομοκάνονον — νομοκάνονον, τὸ (Μ) βλ. νομοκάνονας … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
Εισοδίων Θεοτόκου, μονή — Ονομασία μοναστηριών. 1. Μολίστας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε τον 12o αι. ή πριν από το 1672, αλλά το σημερινό μοναστήρι χτίστηκε το 1819, όπως αναφέρεται σε επιγραφή του καθολικού. Μεταξύ των κειμηλίων του περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek
Κύριλλος και Μεθόδιος — (9ος αι. μ.Χ.). Αδελφοί κληρικοί, λόγιοι και ιεραπόστολοι από τη Θεσσαλονίκη, άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, «απόστολοι των Σλάβων». Ήταν γιοι του βυζαντινού στρατιωτικού Λέοντα. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Mεθόδιος (Θεσσαλονίκη 827 – Ρώμη… … Dictionary of Greek